καμπυλόρρινος

καμπυλόρρινος
-η, -ο (Μ καμπυλόρρινος, -ον)
αυτός που έχει κυρτή, καμπουρωτή μύτη, γερακομύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού καμπυλόρριν* κατά τα επίθ. σε -ος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καμπυλόρριν — ὁ, ἡ (Α) καμπυλόρρινος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + ρριν (< ῥίς, ῥιν ός), πρβλ. οξύ ρριν, παχύ ρριν] …   Dictionary of Greek

  • καμπύλος — η, ο (AM καμπύλος, ον) αυτός που σχηματίζει καμπή, κυρτός, γυριστός, καμπουρωτός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η καμπύλη (ενν. γραμμή) 1. γραμμή που μεταβάλλει διαρκώς και σε κάθε σημείο της διεύθυνση, χωρίς όμως να σχηματίζει πουθενά γωνία 2. μαθ. ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”